ωμοφρόνως

ωμοφρόνως
Α
επίρρ. βλ. ὠμόφρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠμοφρόνως — ὠμόφρων savage minded indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”